- αναχαράσσω
- -αξα, -άχτηκα, -αγμένος, χαράσσω ξανά: Ήρθαν οι μηχανικοί για να αναχαράξουν το δρόμο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀναχαρασσομένων — ἀναχαράσσω scrape up pres part mp fem gen pl ἀναχαράσσω scrape up pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναχαράξαι — ἀναχαράσσω scrape up aor inf act ἀναχαράξαῑ , ἀναχαράσσω scrape up aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναχαράσσει — ἀναχαράσσω scrape up pres ind mp 2nd sg ἀναχαράσσω scrape up pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναχαρασσόμενος — ἀναχαράσσω scrape up pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναχαράσσειν — ἀναχαράσσω scrape up pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναχαράσσων — ἀναχαράσσω scrape up pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναχαράξεις — ἀναχάραξις fem nom/voc pl (attic epic) ἀναχάραξις fem nom/acc pl (attic) ἀναχαράσσω scrape up aor subj act 2nd sg (epic) ἀναχαράσσω scrape up fut ind act 2nd sg ἀ̱ναχαράξεις , ἀναχαράσσω scrape up futperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναχαράζω — (AM ἀναχαράσσω) νεοελλ. λέω λίγα λόγια αφήνοντας να υπονοηθούν περισσότερα μσν. νεοελλ. (για ζώα) μηρυκάζω, αναμασώ την τροφή μου αρχ. 1. αναξέω, διεγείρω 2. χαράζω πάλι, ξύνω πάλι 3. παράγω, γεννώ … Dictionary of Greek
ἀναχαράξας — ἀναχαράξᾱς , ἀναχαράσσω scrape up aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)